Στις 8 Μαρτίου στις 20.30 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τα παραμύθια γίνονται μουσική. Στη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών ο Ρίχαρντ Βάγκνερ συναντά τα πνευματικά του παιδιά, Γκούσταβ Μάλερ και Ρίχαρντ Στράους. Στο πρόγραμμα, τρία έργα-ορόσημα για τον μουσικό ρομαντισμό που αντλούν έμπνευση από τον μύθο και την λογοτεχνία. Η βραδιά ανοίγει με την τελευταία πράξη του μουσικού δράματος «Τριστάνος και Ιζόλδη» του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Στον Έρωτα-Θάνατο της Ιζόλδης, ο έρωτας βρίσκει την ενσάρκωσή του στην αιώνια νύχτα του θανάτου, ξεπερνώντας το πεπερασμένο της ζωής. Στη συνέχεια, ο διεθνώς αναγνωρισμένος Δημήτρης Τηλιακός, ερμηνεύει πέντε συγκλονιστικά τραγούδια από τον κύκλο «Το μαγικό κόρνο του αγοριού» του Γκούσταβ Μάλερ. Ο συνθέτης εμπνέεται από τα δημοτικά ποιήματα που τον συντρόφευσαν στην παιδική του ηλικία και δημιουργεί έναν κύκλο τραγουδιών που αποτελούν διάλογο αλλά και σύγκρουση ανάμεσα στο φως και την χαρά της επουράνιας ζωής και τη σκληρότητα της επίγειας. Η συναυλία κλείνει με το επικό συμφωνικό ποίημα «Δον Κιχώτης» του Ρίχαρντ Στράους. Μία ωδή στην χρησιμότητα του άχρηστου. Ένα ανάγλυφο μουσικό πορτραίτο των δύο πρωταγωνιστών του Θερβάντες, τους οποίους υποδύονται το βιολοντσέλο και η βιόλα. Σολίστ, δύο Κορυφαίοι μουσικοί της Ορχήστρας, ο βιολίστας Ηλίας-Ίων Λιβιεράτος και ο βιολοντσελίστας Τιμόθεος Γαβριηλίδης – Πέτριν. Πριν από την ερμηνεία του έργου ο σκηνοθέτης κι ηθοποιός Δημήτρης Τάρλοου θα παρουσιάσει μια δική του ανάγνωση του αριστουργήματος του Θερβάντες. Στο πόντιουμ, ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής της ΚΟΑ, Λουκάς Καρυτινός.
Το πρόγραμμα με μια ματιά
ΡΙΧΑΡΝΤ ΒΑΓΚΝΕΡ (1813-1883)
Ο Θάνατος της Ιζόλδης από το μουσικό δράμα «Τριστάνος και Ιζόλδη»
ΓΚΟΥΣΤΑΒ ΜΑΛΕΡ (1860–1911)
Επιλογή από τη συλλογή τραγουδιών «Το μαγικό κόρνο του αγοριού»
ΡΙΧΑΡΝΤ ΣΤΡΑΟΥΣ (1864–1949)
Δον Κιχώτης, συμφωνικό ποίημα για σόλο βιολοντσέλο, σόλο βιόλα και ορχήστρα, έργο 35
ΣΟΛΙΣΤ
Δημήτρης Τηλιακός, βαρύτονος
Δημήτρης Τάρλοου, αφήγηση
Ηλίας-Ίων Λιβιεράτος, βιόλα
Τιμόθεος Γαβριηλίδης-Πέτριν, βιολοντσέλο
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Λουκάς Καρυτινός
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Τιμές: 60€, 45€, 35€, 25€ και 20€ (εκπτωτικό)
Online αγορά εδώ
Το σχόλιο του Δημήτρη Τηλιακού
Αισθάνομαι πως τα τραγούδια αυτά δημιουργούν ένα κοινό ποιητικό περιβάλλον, έναν διάλογο αλλά και σύγκρουση ανάμεσα στο φως και την χαρά της επουράνιας ζωής και τη σκληρότητα της επίγειας, ανάμεσα σε έναν φυλακισμένο που οραματίζεται την ελευθερία του μέσα από την ελεύθερη σκέψη και ένα κορίτσι που παίζει ελεύθερα στην φύση, έναν τυμπανιστή στο μέτωπο που συνομιλεί με τους νεκρούς του συντρόφους, και τέλος το αρχέγονο φως, το φως της πνευματικής ζωής του ανθρώπου και η σύνδεση του με το θείο.
Η ερμηνεία των τραγουδιών αυτών, απαιτεί τεχνική ωριμότητα, μια σοβαρή σπουδή στην τέχνη του Lied και δημιουργεί μια τεράστια πρόκληση, αφού ο τραγουδιστής καλείται να ερμηνεύσει περισσότερους από δυο ρόλους, όπως του αγοριού και της μητέρας του, του φυλακισμένου και του κοριτσιού, του στρατιώτη τυμπανιστή και των συντρόφων του και βεβαίως του αφηγητή.
Είμαι πολύ ενθουσιασμένος που θα ερμηνεύσω αυτό το σπουδαίο έργο με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και με την καθοδήγηση του μαέστρου Λουκά Καρυτινού.
To σχόλιο του Ηλία Λιβιεράτου
Ο Σάντσο Πάνθα είναι ένας κοντός ευτραφής χωρικός που πείθεται από τον ονειροπόλο-ημίτρελο Δον Κιχώτη να γίνει ο ακόλουθός του στις περιπέτειές του. Αποτελεί μια κωμική φιγούρα και τη φωνή του ρεαλισμού που προσπαθεί να “συμμαζέψει” τον ιδεαλιστή αφέντη του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Στράους διάλεξε τη βιόλα γι’ αυτό το ρόλο. Παρόλο που ως μουσικοί αφιερωνόμαστε εν πολλοίς στο να φτιάξουμε έναν όμορφο, ευγενή ήχο, νομίζω ο συγκεκριμένος ρόλος χρειάζεται κάτι πιο κωμικό και ακαλλιέργητο στην ερμηνεία του. Είναι μια ασυνήθιστη πρόκληση.
To σχόλιο του Τιμόθεου Γαβριηλίδη – Πέτριν
Ο Δον Κιχώτης του Ρίχαρντ Στράους είναι ίσως ένα από τα εμβληματικότερα έργα για τσέλο με ορχήστρα. Η ερμηνεία του αποτελεί τεράστια πρόκληση, καθώς ο ερμηνευτής, πέρα από τη μουσική απόδοση, καλείται να εντρυφήσει στην περίπλοκη ψυχοσύνθεση του ιδεαλιστή ήρωά μας με στόχο την πιστή απεικόνισή του μέσα από ήχους του ύστερου Ρομαντισμού. Το τσέλο μεταμορφώνεται σε μια μορφή ζεστή, ανθρώπινη και πρωταγωνιστική, ενώ συνάμα η ορχήστρα μετατρέπεται σε ένα κινηματογραφικό πλατό, στον χώρο που διαδραματίζονται όλες αυτές οι χρωματιστές, γεμάτες ζωή εικόνες του μυθιστορήματος. Το έργο αυτό είναι ο προάγγελος της κινηματογραφικής μουσικής, είναι μια δημιουργία όπου κείμενο, ήχος και εικόνες συνδράμουν στη δημιουργία μιας μοναδικής εμπειρίας πολλών σκέψεων και αισθήσεων.
To σχόλιο του Λουκά Καρυτινού
Ο Ρίχαρντ Στράους έλεγε ότι ο Δον Κιχώτης, το Τάδε Έφη Ζαρατούστρα και η Συμφωνία Domestica είναι τα συμφωνικά ποιήματα που τον αντιπροσωπεύουν περισσότερο. Ο Θερβάντες λέει με τον Δον Κιχώτη ότι δεν είναι μόνο χρήσιμα όσα εκπληρώνουν τις άμεσές μας ανάγκες. Όλα τα υπόλοιπα είναι τα πραγματικά χρήσιμα.
Για την ιστορία…
ΡΙΧΑΡΝΤ ΒΑΓΚΝΕΡ (1813 – 1883)
Πρελούδιο και Θάνατος της Ιζόλδης από το μουσικό δράμα «Τριστάνος και Ιζόλδη»
«Ποιος θα τολμούσε να αρθρώσει τη σωστή λέξη, την κατάλληλη λέξη για να εκφράσει τη θέρμη της μουσικής του Τριστάνου; Φοράω γάντια, όταν διαβάζω την παρτιτούρα του Τριστάνου…»
Φρήντριχ Νίτσε, Οκτώβριος 1888
Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ βρισκόταν στη Ζυρίχη εργαζόμενος πάνω στο Δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ, όταν προς το τέλος του 1856 η ιδέα για τη σύνθεση του μουσικού δράματος Τριστάνος και Ιζόλδη κυριολεκτικά τον κυρίευσε. Έτσι αφοσώθηκε στο νέο δράμα που ολοκληρώθηκε το 1859. Η πρεμιέρα δόθηκε στις 10 Ιουνίου 1865 στην Όπερα του Μονάχου υπό τη διεύθυνση του Χανς φον Μπύλοβ. Ήδη δύο χρόνια πριν την πρεμιέρα ο ίδιος ο συνθέτης είχε παρουσιάσει σε συναυλία το ορχηστρικό πρελούδιο της πρώτης πράξης και το τελευταίο τμήμα της τρίτης (ευρύτερα γνωστό ως Θάνατος – Έρωτας της Ιζόλδης). Με αυτό τον τρόπο ξεκίνησε μία παράδοση κοινής εκτέλεσης -χωρίς ενδιάμεση διακοπή- των δύο αυτών χαρακτηριστικότατων τμημάτων του δράματος σε συμφωνικές συναυλίες.
Ο Βάγκνερ βάσισε το μουσικό δράμα στον μύθο για τον τραγικό έρωτα του ιππότη από την Κουρνουάλη Τριστάνου, με την Ιρλανδή πριγκίπισσα Ιζόλδη, όπως αυτός είχε αποτυπωθεί στο έμμετρο μεσαιωνικό μυθιστόρημα του Γκότφριντ φον Στράσμπουργκ, «Τριστάνος». Τρία στοιχεία καθόρισαν τη σύλληψη του μουσικού δράματος: η ποίηση του Νοβάλις, η φιλοσοφία του Σοπενχάουερ, και ο ανεκπλήρωτος έρωτας του Βάγκνερ για την Ματίλντε Βέζεντονκ. Η σοπενχαουρική μεταφυσική έννοια της Βούλησης ταυτίστηκε στη σκέψη του Βάγκνερ με τον απόλυτο έρωτα. Ταυτόχρονα, στον ποιητικό λόγο του Νοβάλις οφείλεται η ταύτιση του έρωτα με τη νύχτα και τον θάνατο. Η απόλυτη πραγμάτωση του έρωτα ξεπερνά την ίδια τη ζωή και μόνο στην αιώνια νύχτα του θανάτου ο έρωτας βρίσκει την απόλυτη ενσάρκωσή του.
Στην αρχή του πρελούδιου εμφανίζεται η συγχορδία φα – σι – ρε δίεση – σολ δίεση, γνωστή ως «συγχορδία του Τριστάνου». Το αρμονικά μετέωρο του χαρακτήρα της γίνεται σήμα κατατεθέν όλου του έργου: η αρμονική εξέλιξη συσσωρεύει εντάσεις, που σχεδόν ποτέ δεν βρίσκουν την αναμενόμενη «λύση» τους. Απρόσμενες παύσεις που κόβουν την ανάσα γίνονται εναύσματα νέων μελωδικών εκκινήσεων, κάθε φορά πιο δραματικών και φορτισμένων. Η πορεία της Ιζόλδης προς το θάνατο δεν θυμίζει ανάλογες τραγικού χαρακτήρα σελίδες της όπερας ή της προγραμματικής μουσικής. Η θερμή μελωδικότητα και η πλούσια ενορχήστρωση εκφράζουν όχι έναν τραγικό θάνατο αλλά μία εκστατική, ηδονική θα τολμούσε να πει κανείς, μετάβαση της ηρωίδας σε ένα μεταφυσικό επίπεδο.
ΓΚΟΥΣΤΑΒ ΜΑΛΕΡ (1860–1911)
Από τη συλλογή τραγουδιών «Το μαγικό κόρνο του αγοριού»:
1. Revelge (Εγερτήριο)
2. DasirdischeLeben (Επίγεια ζωή)
3. Urlicht (Αρχέγονο φως)
4. LieddesverfolgtenimTurm (Τραγούδι του φυλακισμένου στον πύργο)
5. DashimmlischeLeben (Η ουράνια ζωή)
Τον Μάιο του 1888 ο Μάλερ, που ήδη ήταν ένας ανερχόμενος αρχιμουσικός, παραιτήθηκε από τη θέση του ως βοηθού του θρυλικού μαέστρου Άρτουρ Νίκις στην Όπερα της Λειψίας και ανέλαβε καθήκοντα αρχιμουσικού στην Όπερα της Βουδαπέστης. Σύντομα όμως (1891) άφησε τη Βουδαπέστη για την πιο περίοπτη θέση του αρχιμουσικού στην Όπερα του Αμβούργου, όπου και παρέμεινε ως το 1897, όταν και ανέλαβε διευθυντής της Όπερας της Βιέννης.
Στην αρχή της θητείας του στη Βουδαπέστη, την περίοδο 1888-1889, ο Μάλερ συνέθεσε εννέα τραγούδια για φωνή και πιάνο, που εκδόθηκαν το 1892 ως δεύτερος και τρίτος τόμος της συλλογής Lieder und Gesänge («Τραγούδια και Μελωδίες»). Οι στίχοι των τραγουδιών αυτών προέρχονταν από μία τρίτομη συλλογή από γερμανικά παραδοσιακά ποιήματα, που είχαν ανθολογήσει οι Γερμανοί ρομαντικοί ποιητές Άχιμ φον Άρνιμ και Κλέμενς Μπρέντανο με τίτλο Des Knaben Wunderhorn («Το μαγικό κόρνο του αγοριού»). Η συλλογή είχε δημοσιευτεί στη Χαϊδελβέργη του 1805, ενώ ακολούθησε μία δεύτερη έκδοση το 1808 με πλουσιότερο περιεχόμενο. Ο ίδιος ο Μάλερ τοποθέτησε την πρώτη του επαφή με το περιεχόμενο της συλλογής αυτής γύρω στο 1886 αλλά οι ομοιότητες ανάμεσα σε πρώιμα ποιήματα του ίδιου του Μάλερ και σε ποιήματα του Μαγικού Κόρνου αφήνει περιθώρια να εικάσει κανείς πως ίσως ο συνθέτης το γνώριζε νωρίτερα, Σε κάθε περίπτωση, η συλλογή αυτή εκτιμήθηκε ιδιαίτερα στους λογοτεχνικούς κύκλους του γερμανικού κόσμου. Ενδεικτική αυτής της εκτίμησης ήταν και η στάση του ίδιου του Γκαίτε, που δεν δίστασε να γράψει (1807) πως το Μαγικό κόρνο του αγοριού θα όφειλε να κοσμεί τη βιβλιοθήκη κάθε γερμανικού σπιτιού, δίπλα στη Βίβλο! Κοινή ήταν η αίσθηση πως μία τέτοιου περιεχομένου συλλογή μπορούσε να αφυπνίσει περαιτέρω τη συνείδηση της συλλογικής πολιτιστικής κληρονομιάς όλων των Γερμανών και άρα να συμβάλει εμμέσως πλην σαφώς στην υλοποίηση του οράματος για την ένωση όλων σε μία ενιαία και ανεξάρτητη κρατική οντότητα. Επιπλέον, το απλό, λαϊκό, παραδοσιακό περιεχόμενο των στίχων θεωρήθηκε ως αντίβαρο απέναντι στον διαρκώς εντεινόμενο ρασιοναλισμό που είχε φέρει στην ευρωπαϊκή σκέψη ο Διαφωτισμός.
Το 1892, ευρισκόμενος πλέον στο Αμβούργο, ο Μάλερ επανήλθε στο Μαγικό κόρνο του αγοριού και ξεκίνησε να συνθέτει νέα τραγούδια βασισμένα σε αυτό, που έφτασαν τα δώδεκα και εκδόθηκαν το 1899 με τον γενικό τίτλο Humoresken, ενώ ακολούθησαν δύο ακόμη τραγούδια το 1901. Όλα τα τραγούδια αυτά, αν και έχουν ξεκάθαρα συμφωνικό χαρακτήρα, γράφτηκαν αρχικά σε εκδοχή για φωνή και πιάνο, με εξαίρεση δύο (ένας εκ των οποίων είναι και το Εγερτήριο, που ακούγεται στην αποψινή συναυλία), τα οποία γράφτηκαν απευθείας για ορχήστρα. Μέσα στα χρόνια από το 1892 ως το 1901, κύριο συνθετικό έργο του Μάλερ ήταν ασφαλώς οι Συμφωνίες αρ.2, 3 και 4, που έχουν χαρακτηριστεί «Συμφωνίες του Μαγικού Κόρνου», μιας και σε όλες ο συνθέτης ενσωμάτωσε μουσική από τα τραγούδια του Μαγικού Κόρνου. Το τραγούδι Αρχέγονο φως (Urlicht), που είχε γραφτεί το καλοκαίρι του 1893, αξιοποιήθηκε ως τέταρτο μέρος της Δεύτερης Συμφωνίας, το τραγούδι Η ουράνια ζωή (Das himmische Leben), που είχε γραφτεί τον Φεβρουάριο του 1892, αξιοποιήθηκε ως φινάλε της Τέταρτης, ενώ θέματα και από άλλα τραγούδια τροφοδότησαν και αμιγώς οργανικά μέρη των τριών συμφωνιών.
Ο Μάλερ βρήκε στον ανάλαφρο, λαϊκό και γεμάτο αθωότητα κόσμο αυτών των ποιημάτων μία εξαιρετική πηγή έμπνευσης – και πράγματι για μία περίπου δεκαετία δεν έδειξε ενδιαφέρον να μελοποιήσει κανένα άλλο ποιητικό κείμενο. Αυτό που εξέπληξε το κοινό και τους κριτικούς της εποχής ήταν το πώς ένας νέος δημιουργός τόσο εκλεπτυσμένου γούστου και με εμφανή λατρεία στον Βάγκνερ, την περίτεχνη αρμονική του γλώσσα και τον γεμάτο εντάσεις συναισθηματικό περιεχόμενο της μουσικής του, ένιωσε τόση έλξη για μία ποίηση απλή, στροφική, χωρίς την παραμικρή εκλέπτυνση ή επιτήδευση. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η αντίθεση καθιστά τα τραγούδια του Μαγικού Κόρνου τόσο γοητευτικά. Ο συνθέτης τα αντιμετώπισε με λεπταίσθητο, πνευματώδες χιούμορ και χωρίς να διστάζει να φλερτάρει με ένα μουσικό υλικό «συνηθισμένο» ή «ευτελές» – ιδωμένο βέβαια μέσα από μία εγκεφαλική αισθητική, κατά την οποία το «αστείο» νοείται ως το «θεϊκό σε αναστροφή». Είτε παιδικά, είτε χορευτικά, είτε σατιρικά είτε φυσιολατρικά, τα τραγούδια του Μαγικού Κόρνου είναι εικόνες ενός κόσμου απλού και ταπεινού, με συνήθεις πρωταγωνιστές στρατιώτες, αγρότες και ερωτευμένες χωριατοπούλες. Ο Μάλερ τους αντιμετωπίζει με συμπάθεια και ανθρωπιά, πιστεύοντας κατά βάθος πως οι απλές τους ζωές, παρά τα όποια τους βάσανα, έχουν μία απλότητα που ο ίδιος στερείτο, βυθισμένος στα πιο δύσβατα μονοπάτια του πνεύματος και της τέχνης.
ΡΙΧΑΡΝΤ ΣΤΡΑΟΥΣ (1864 – 1949)
Δον Κιχώτης, φανταστικές παραλλαγές για μεγάλη ορχήστρα πάνω σε ένα θέμα ιπποτικού χαρακτήρα, έργο 35
Εισαγωγή – Θέμα με παραλλαγές – Φινάλε
Στο τέλος του 19ου αιώνα και μέσα σε μία δεκαετία (1888 – 1898) ο Ρίχαρντ Στράους συνέθεσε έξι συμφωνικά ποιήματα, που συναποτελούν αναμφισβήτητα το κορυφαίο επίτευγμα της πρώτης φάσης της ώριμης συνθετικής του περιόδου. Ο Δον Κιχώτης, το έκτο στη σειρά, γράφτηκε το 1897, ενώ ο Στράους εργαζόταν ως πρώτος αρχιμουσικός στην Όπερα του Μονάχου. Η πρεμιέρα του δόθηκε στις 8 Μαρτίου της επόμενης χρονιάς στην Κολωνία από την Ορχήστρα Gürzenich υπό τη διεύθυνση του Φραντς Βύλνερ.
Το μυθιστόρημα «Ο ευφάνταστος ευπατρίδης Δον Κιχώτης της Μάντσα» του Μιγκέλ ντε Θερβάντες, το διασημότερο έργο της ισπανικής γραμματείας, από τις αρχές του 17ου αιώνα που δημοσιεύθηκε, έχει επηρεάσει πάμπολλους δημιουργούς από το χώρο όχι μόνο της λογοτεχνίας, αλλά και του θεάτρου, των εικαστικών τεχνών, του κινηματογράφου και φυσικά της μουσικής. Οι περιπέτειές του ενέπνευσαν μπαλέτα, τραγούδια, όπερες (Τέλεμαν, Ντονιτσέτι, Μέντελσον, Μασνέ), ακόμα και μουσική για κουκλοθέατρο (ντε Φάγια). Όμως μακράν η σημαντικότερη και πιο διαδεδομένη μουσική αποτύπωση του Ισπανού ήρωα ανήκει στον Στράους.
Ο ίδιος αποφεύγει να χαρακτηρίσει ευθέως το έργο ως «συμφωνικό ποίημα» αλλά το περιγράφει ως «φανταστικές παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα ιπποτικού χαρακτήρα». Η φράση είναι πιο μεστή περιεχομένου από όσο φαίνεται επιφανειακά: ο Στράους έμμεσα υποδηλώνει με αυτή, πως σκοπός του έργου δεν είναι η πιστή (και αναγκαστικά βιαστική) παρακολούθηση ολόκληρου του μυθιστορήματος του Θερβάντες αλλά μία «σπουδή» πάνω στους κεντρικούς του ήρωες, ήτοι τον Δον Κιχώτη και τον ακόλουθό του, Σάντσο Πάνθα (και όχι Πάντσα όπως εσφαλμένα έχει μεταφραστεί στο παρελθόν). Υπό αυτή την έννοια ο Δον Κιχώτης αποτελεί πρωτίστως ένα ανάγλυφο μουσικό πορτρέτο, συναφές (ως σύλληψη) με την «Ζωή ενός Ήρωα», που είναι το ακριβώς επόμενο συμφωνικό ποίημα του Στράους. Παράλληλα, ο συνθέτης περιγράφει σωστά το όλο έργο ως μία σειρά παραλλαγών θέτοντας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όχι μόνο το τι αναπαριστά η μουσική κάθε στιγμή αλλά το πώς αυτή μεταμορφώνεται αξιοποιώντας με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο ένα σαφώς καθορισμένο και πεπερασμένο μουσικό υλικό.
Ένας σχετικά μακρύς ορχηστρικός πρόλογος παρουσιάζει τον ονειροπόλο Δον Κιχώτη, που επηρεασμένος από τα αναγνώσματά του για τους ιππότες του παρελθόντος αναπολεί μία εποχή ευγένειας, γενναιότητας και αγνού έρωτα. Φαντασιώνεται μία ιδεατή μορφή αγαπημένης, την Δουλτσινέα (Δουλθινέα), που εκπροσωπείται στη μουσική από το σόλο του όμποε. Ο ήρωας αρχίζει να παραδίδεται στις φαντασιώσεις του ενώ τον συνοδεύει ένας αρπισμός στο κλαρινέτο που παίρνει αναπάντεχες αρμονικά τροπές. Η μουσική γίνεται ολοένα και πιο περίτεχνη αντιστικτικά οδηγούμενη προς μία διάφωνη κορύφωση. Στο σημείο αυτό, κάνει την εμφάνισή του το σόλο βιολοντσέλο εκθέτοντας το κύριο θέμα όλου του έργου, που ταυτίζεται με τον «ιππότη της ελεεινής μορφής». Λίγο μετά κάνει την εμφάνισή του και ο γραφικός Σάντσο Πάνθα, που αντιπροσωπεύεται από τη σόλο βιόλα με τη συνδρομή του μπάσου κλαρινέτου και της τούμπας. Βιολοντσέλο και βιόλα αναλαμβάνουν καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου εύλογα πρωταγωνιστικό ρόλο· η φόρμα των παραλλαγών εμπλουτίζεται έτσι και από στοιχεία κοντσέρτου.
Καθεμία από τις ακόλουθες παραλλαγές αναφέρεται σε ένα στιγμιότυπο από το βιβλίο του Θερβάντες. Αναφέρουμε συνοπτικά καθένα από αυτά:
Παρ.1: Ο Δον Κιχώτης ιππεύοντας το άλογό του (κόρνα) και ο Σάντσο Πάνθα ξεκινούν την πορεία τους προς ηρωικές πράξεις στο όνομα της όμορφης Δουλτσινέας. Στο δρόμο τους ο ήρωας αντιμετωπίζει μερικούς ανεμόμυλους, που στο ταραγμένο του μυαλό φαντάζουν ως γίγαντες, με αποτέλεσμα να βιώσει μία οδυνηρή πτώση από το άλογό του (κρούση των τυμπάνων).
Παρ.2: Ο ήρωας αντιμετωπίζει ένα φανταστικό στρατό, που στην πραγματικότητα δεν είναι άλλος από ένα κοπάδι από πρόβατα που βελάζουν (διάφωνοι, γκροτέσκοι ήχοι στα ξύλινα και χάλκινα πνευστά), προκαλώντας την κοροϊδία των βοσκών.
Παρ.3: Δον Κιχώτης (βιολοντσέλο) και Σάντσο (βιόλα) συνομιλούν. Ο ρεαλισμός του συνοδοιπόρου του δεν μπορεί να κάμψει τις φαντασιώσεις του Δον Κιχώτη, που συνεχίζει να στοχάζεται πάνω στις αρετές της ιπποσύνης και να θυμάται την Δουλτσινέα (νέα εμφάνιση του λυρικού σόλο του όμποε).
Παρ.4: Ο ήρωας επιτίθεται σε μία ομάδα προσκυνητών που μεταφέρουν ένα άγαλμα της Παρθένου Μαρίας, νομίζοντας πως είναι κακοποιοί που έχουν απαγάγει μία δεσποσύνη. Πέφτοντας ηττημένος στο έδαφος, τον συνεφέρνει ο Πάνθα, που κατόπιν αποκοιμιέται (η τούμπα και το κόντρα φαγκότο μιμούνται το ροχαλητό του).
Παρ.5: Η παραλλαγή ενέχει θέση ενός αργού και ατμοσφαιρικού ιντερλούδιου, παρουσιάζοντας τον ήρωα να στοχάζεται μέσα στη νύχτα την αγαπημένη του.
Παρ.6: Ο Πάνθα προσπαθεί, μάταια όμως, να ξεγελάσει τον αφέντη του, παρουσιάζοντάς του μία απλή χωριατοπούλα και τις δύο φίλες της ως την Δουλτσινέα και τις ακολούθους της. Τις κοπέλες εκπροσωπούν και πάλι τα όμποε αλλά με ένα πιο βουκολικό θέμα.
Παρ.7: Ο κατά φαντασίαν ιππότης πέφτει θύμα εξαπάτησης και βρίσκεται με δεμένα τα μάτια να ιππεύει, ενώ κοντά του ο ήχος ενός φυσερού (που αποδίδεται από το «μηχάνημα του ανέμου» από την οικογένεια των κρουστών) τον πείθει ότι ιππεύει ένα μαγικό άτι που πετά στον αέρα.
Παρ.8: Οι δύο περιπλανώμενοι ήρωες επιβιβάζονται σε ένα πλοιάριο, που λίγο μετά συντρίβεται από γιγάντιους νερόμυλους. Κατορθώνουν να βγουν από το νερό ζωντανοί αλλά στάζοντας (οι σταγόνες περιγράφονται από τα έγχορδα που παίζουν πιτσικάτο) και ευχαριστούν τον Θεό για τη σωτηρία τους (χορικό των πνευστών).
Παρ.9: Δύο Βενεδικτίνοι μοναχοί (φαγκότα) έχουν την ατυχία να συναντήσουν στο δρόμο τους τον Δον Κιχώτη, που τους επιτίθεται περνώντας τους για μάγους.
Παρ.10: Ένας καλοπροαίρετος γείτονας του ήρωα μεταμφιέζεται σε ιππότη της «λευκής σελήνης», συγκρούεται μαζί του και τον νικά. (Το βιολοντσέλο συνθλίβεται υπό τα στιβαρά χάλκινα πνευστά). Το τίμημα της ήττας είναι να επιστρέψει στο σπίτι του και να μείνει μακριά από κάθε λογής περιπέτειες για έναν τουλάχιστον χρόνο.
Στο φινάλε ο Δον Κιχώτης έχει συνέλθει πια και θυμάται τα όνειρα, τις απογοητεύσεις και τους θριάμβους του, λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή ειρηνικά.
ΠΗΓΗ: ΕΡΤ