Η πλειονότητα των ελεύθερων επαγγελματιών συνεχίζει την πάγια τακτική τους, δηλώνοντας ζημιές ή πενιχρά εισοδήματα, όπως προκύπτει από την ανάλυση των στοιχείων των φορολογικών τους δηλώσεων.
Αυτοί που εμφανίζονται μακράν ως οι περισσότερο πένητες για την Εφορία είναι οι ιδιοκτήτες μπαρ και κομμωτηρίων, ενώ ακολουθούν οι εστιάτορες και όσοι διαθέτουν συνεργεία αυτοκινήτων.
Αντίθετα, η κατάσταση φαίνεται να είναι καλύτερη για τους ταξιτζήδες, τους οδοντιάτρους και τους υδραυλικούς, αλλά και αυτοί δηλώνουν εισόδημα κάτω από 1.000 ευρώ τον μήνα.
Βέβαια, αρκετοί ελεύθεροι επαγγελματίες έχουν επηρεαστεί από τον νέο τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης, που εφαρμόστηκε από εφέτος από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, με στόχο την αποφυγή παρόμοιων φαινομένων, όπως αναφέρουν οι επιτελείς του.
Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία των δηλώσεων για το φορολογικό έτος 2023 προκύπτουν τα εξής:
Μόνο το 40% των ιδιοκτητών μπαρ δήλωσαν κέρδη. Ειδικότερα, δήλωσαν μέσο μηνιαίο εισόδημα 1.154 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε μέσο φόρο 1.348 ευρώ, αν δεν υπήρχε το τεκμήριο. Με τον υπολογισμό του τεκμαρτού εισοδήματος, το μέσο μηνιαίο εισόδημα ανέρχεται σε 1.155 ευρώ και ο μέσος φόρος σε 2.142 ευρώ (794 ευρώ παραπάνω φόρος).
Μόνο το 53% των ιδιοκτητών καταστημάτων εστίασης δήλωσαν κέρδη. Ειδικότερα, δήλωσαν μηνιαίο καθαρό εισόδημα 1.277 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε μέσο φόρο 3.068 ευρώ. Με το τεκμαρτό σύστημα, το μέσο μηνιαίο εισόδημα ανέρχεται σε 1.695 ευρώ και ο μέσος φόρος σε 3.970 ευρώ (902 ευρώ παραπάνω φόρος).
Μόνο το 40% των ιδιοκτητών κομμωτηρίων δήλωσαν κέρδη. Συγκεκριμένα, δήλωσαν μηνιαίο καθαρό εισόδημα 358 ευρώ (λιγότερο από το επίδομα ανεργίας), το οποίο αντιστοιχεί σε μέσο φόρο 654 ευρώ. Με τον τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης, το μέσο μηνιαίο εισόδημα ανέρχεται σε 1.118 ευρώ και ο μέσος φόρος σε 1.797 ευρώ (1.143 ευρώ παραπάνω φόρος).
Μόνο το 53% των ιδιοκτητών συνεργείων αυτοκινήτων δήλωσαν κέρδη. Ειδικότερα, δήλωσαν μέσο μηνιαίο εισόδημα 665 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε μέσο φόρο 1.295 ευρώ. Με το τεκμαρτό σύστημα, το μέσο μηνιαίο εισόδημα ανέρχεται σε 1.182 ευρώ και ο μέσος φόρος σε 2.112 ευρώ (817 ευρώ παραπάνω φόρος).
Το 57% των κτηνιάτρων δήλωσαν κέρδη. Ειδικότερα, δήλωσαν μέσο μηνιαίο εισόδημα 885 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε μέσο φόρο 1.880 ευρώ. Με το τεκμαρτό σύστημα, το μέσο μηνιαίο εισόδημα ανέρχεται σε 1.220 ευρώ και ο μέσος φόρος σε 2.423 ευρώ (1.241 ευρώ παραπάνω φόρος).
Το 70% των υδραυλικών δήλωσε κέρδη. Ειδικότερα, δήλωσαν μέσο μηνιαίο εισόδημα 800 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε μέσο φόρο 1.553 ευρώ. Με το τεκμαρτό σύστημα, το μέσο μηνιαίο εισόδημα ανέρχεται σε 1.162 ευρώ και ο μέσος φόρος σε 2.105 ευρώ (552 ευρώ παραπάνω φόρος).
Το 73% των οδοντιάτρων δήλωσε κέρδη. Συγκεκριμένα, δήλωσαν μέσο μηνιαίο εισόδημα 903 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε μέσο φόρο 1.719 ευρώ. Με τον τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης, το μέσο μηνιαίο εισόδημα ανέρχεται σε 1.278 ευρώ και ο μέσος φόρος σε 2.334 ευρώ (615 ευρώ παραπάνω).
Το 76% των οδηγών ταξί δήλωσε κέρδη. Ειδικότερα, δήλωσαν μέσο μηνιαίο εισόδημα 545 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε μέσο φόρο 810 ευρώ. Με τον τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης, το μέσο μηνιαίο εισόδημα ανέρχεται σε 972 ευρώ και ο μέσος φόρος σε 1.481 ευρώ (671 ευρώ επιπλέον φόρος).
Σύμφωνα με πηγές από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, από την ανάλυση των παραπάνω στοιχείων προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
- Οι ελεύθεροι επαγγελματίες εξακολουθούν να υποδηλώνουν τα εισοδήματά τους. Σε κατηγορίες όπως οι ιδιοκτήτες μπαρ και κομμωτηρίων, η πλειονότητά τους δηλώνει ζημιές. Οι κομμωτές που δηλώνουν κέρδη (4 στους 10) ουσιαστικά δηλώνουν ότι ζουν με 358 ευρώ τον μήνα (λιγότερα από το επίδομα ανεργίας).
- Αν δεν εφαρμοζόταν το τεκμήριο, οι επαγγελματικές αυτές κατηγορίες θα συνέχιζαν να πληρώνουν ελάχιστους ή καθόλου φόρους.
- Η επιπλέον φορολογική επιβάρυνση για όσους δήλωσαν κέρδη τα προηγούμενα χρόνια και συνεχίζουν να δηλώνουν και φέτος είναι ήπια.
Πρέπει, επίσης, να λάβουμε υπόψη ότι φέτος πλήρωσαν μειωμένο κατά 50% τέλος επιτηδεύματος, το οποίο καταργείται πλήρως από τον επόμενο χρόνο. - Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι η πρόσβαση των επιχειρήσεων στον τραπεζικό δανεισμό και σε ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά προγράμματα καθίσταται δύσκολη έως αδύνατη, καθώς επιλέγουν να μην παρουσιάζουν τα πραγματικά οικονομικά τους στοιχεία, εμφανίζοντας μικρά κέρδη ή ζημιές.