Δύο χρόνια έχουν συμπληρωθεί από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, μια τραγωδία που στοίχισε τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων και όμως για τον ουκρανικής καταγωγής Έλληνα Γιάννη Μπερσίμη και τη 13χρονη κόρη του Αλεξάνδρα, εκείνες οι δραματικές ώρες των πρώτων βομβαρδισμών έχουν μείνει ακόμα χαραγμένες μέσα στη μνήμη τους.
«Γύρω στις τρεις το βράδυ άρχισαν να χτυπάνε κανόνια και διάφορες βόμβες. Είχαμε μια τραγική νύχτα» δήλωσε ο κ. Μπερσίμης από την πόλη Σαρτανά στο Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας 91,6 και 105,8 στο Γιώργο Κοβό και στην εκπομπή «Γεώπολις» με τον Ανδρέα Φαναριώτη.
«Η πρώτη κίνηση ήταν να προφυλαχθούμε γιατί δεν ξέραμε από πού έρχονται όλα αυτά. Ακούγαμε τανκς απ’ έξω. Ήταν νύχτα, σκοτεινά, δεν είχε ρεύμα και τρέξαμε γρήγορα να κρυφτούμε σε εσωτερικό δωμάτιο που δεν είχε παράθυρα γιατί έτριζε όλο το σπίτι. Δεν γινόταν να βγεις έξω από το σπίτι και έτσι, βρήκαμε καταφύγιο στο κελάρι. Αν και με θερμοκρασία μείον 19, ήταν ο μόνος τρόπος για να προφυλαχθούμε από τις βόμβες. Βγαίναμε μόνο λίγο έξω κάποιες στιγμές περίπου για μισή με μία ώρα, κάποια Παρασκευή για να βρούμε κάτι να φάμε γιατί δεν βρίσκαμε ούτε τρόφιμα. Δεν υπήρχαν. Όπως επίσης δεν υπήρχε και πόσιμο νερό. Τώρα όσον αφορά τα παιδιά μου, η καλύτερη λέξη που θα περιέγραφε αυτό που ένιωθαν είναι ο τρόμος. Ήταν τρομοκρατημένα και απελπισμένα διότι βλέπανε ότι μπορεί να μην υπάρχει διέξοδος σε αυτό που συμβαίνει. Πολύ άσχημη η κατάσταση. Δεν περιγράφεται αυτό το πράγμα, δηλαδή το να βλέπεις το παιδί σου και να σου κάνει ερωτήσεις αν θα ζήσουμε σήμερα δεν έχουμε νερό, πεινάω. Αυτά όλα στοιχίζουν και μένουν. Δεν φεύγουν από μέσα σου».
«Θυμάμαι να τρέχουμε σε ένα δωμάτιο γιατί δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε από πού είναι όλα αυτά και απλά καθόμασταν όλοι μαζί και περιμέναμε να καταλάβουμε από πού ακούγονταν όλα αυτά για να μπορέσουμε να πάμε κάποια στιγμή και να κρυφτούμε» επισήμανε από την πλευρά του το 13χρονο κορίτσι συμπληρώνοντας παράλληλα «οι βομβαρδισμοί ακούγονταν υπερβολικά πάρα πολύ κοντά στο σπίτι και ήταν πάρα πολύ τρομακτικό. Έτριζαν τα πάντα, δεν είχαμε ρεύμα, έκανε πάρα μα πάρα πολύ κρύο. Φορούσαμε πάρα πολλά ρούχα για να ζεσταθούμε, αλλά ούτε αυτά δε βοηθούσαν. Κάτι που θυμάμαι, που δεν πρέπει να το ξεχάσω ποτέ, είναι όταν ήμουν αγκαλιά με τον πατέρα μου στο υπόγειο και τον είχα ρωτήσει αν θα πεθάνουμε σήμερα. Και ήταν πάρα πολύ τρομακτικό. Όταν ήρθα στην Ελλάδα στην αρχή φοβόμουν λίγο αλλά μετά συνήθισα. Οι καλές στιγμές με τους φίλους μου, μου λείπουν. Θα ήθελα να ξαναγυρίσω στην Ουκρανία, αλλά δε νομίζω ότι πρόκειται, διότι έτσι όπως έχουν γίνει οι καταστάσεις εκεί πέρα, αυτή τη στιγμή δεν μπορείς να γυρίσεις. Εύχομαι να τελειώσουν όλα αυτά και να μην ξαναγίνει ποτέ αυτό. Να μπορούν όλοι τους να ζουν μια χαρά και να μη φοβούνται ότι κάποια μέρα θα ξανασυμβεί κάτι πολύ πιο χειρότερο και θα πεθάνουμε».
ΠΗΓΗ: ERT